Τα αποφθέγματα ενός έτους Tου Παντελη Μπουκαλα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 24-12-2010 ... εκπόνηση του ετήσιου καταλόγου του (ΣΣ Σαπίρο) με τα «καλύτερα αποφθέγματα». Υποδιευθυντής της Νομικής Βιβλιοθήκης του Γέιλ είναι ο κ. Σαπίρο. Και τα τελευταία πέντε χρόνια απέκτησε τη συνήθεια να συλλέγει, να αξιολογεί και να δημοσιεύει τις «καλύτερες ατάκες» που πέφτουν στο μάτι και στο αυτί του. ... Αν, λοιπόν, ο φιλόπονος αποφθεγματοσυναγωγεύς μας είχε λάβει υπόψη του την ελληνική υπερπαραγωγή ατάκας και συμπεριελάμβανε τα θαυμαστά δημιουργήματα της πολιτικής μας ρητορείας στην ύλη του καταλόγου του, τότε και τα πρωτεία θα τα είχε αποδώσει σε Ελληνα και θα χρειαζόταν σελίδες επί σελίδων για να καταχωρίσει όλα τα σοφά πράγματα που έχουν ειπωθεί στον τόπο μας, από ημεδαπούς αλλά και από τους αλλοδαπούς που εσχάτως μας κυβερνούν. Ακόμα κι αν δεν αποφάσιζε να εντάξει αναδρομικώς στα αποθησαυρίσματά του τις προ του 2010 ρήσεις του είδους «Σεμνά και ταπεινά», «Το νόμιμο είναι και ηθικό» ή «Υπάρχουν λεφτά», σίγουρα δεν θα μπορούσε να παραβλέψει την «επανάσταση του αυτονόητου» και το «είμαστε αντιεξουσιαστές στην εξουσία», αποφθέγματα με τα οποία ο κ. Γ. Παπανδρέου εισάγεται επιτέλους στην Ιστορία ως καλύτερος μυθοπλάστης και από τον μυθιστοριογράφο αδερφό του Νίκο. Και δίπλα στις δηλώσεις αυτές, για λόγους λογοτεχνικής συνάφειας, δεν θα μπορούσε να μην καταγράψει τη διαβεβαίωση του επίσης αντιεξουσιαστή κ. Χρυσοχοΐδη ότι η κυβέρνηση διαθέτει ολόκληρο «αναπτυξιακό αφήγημα». Εδώ που τα λέμε, ο ίδιος ο τίτλος του υπουργείου στο οποίο αρχήγευε ο κ. Χρυσοχοΐδης πριν το παραδώσει στον άλλον προστάτη του λαού, τον κ. Παπουτσή, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δηλαδή, θα έπρεπε να καταταγεί στις κορυφαίες ατάκες, έτσι όπως συμπυκνώνει σε ελάχιστες λέξεις τη μεγάλη παράδοση της ειρωνείας.Μια ολόκληρη υποκατηγορία, υπό τον τίτλο «Κροκοδείλων δάκρυα και φαρισαίων λόγια», θα μπορούσε να ενθέσει στον κατάλογό του ο φιλέρευνος Αμερικανός βιβλιοθηκάριος. Και να κατατάξει εκεί την υψηλής περιεκτικότητας σε ειλικρίνεια ρήση του κ. Ξυνίδη, ως γραμματέως του ΠΑΣΟΚ τότε, ότι «ο πρωθυπουργός δεν κοιμάται τα βράδια και κλαίει», από την αγωνία του για το μέλλον του τόπου, μια αγωνία που τον υποχρέωσε να εκχωρήσει τμήμα της κυριαρχίας της χώρας, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε με άλλη αξιομνημόνευτη δήλωσή του. Μαζί με την περί πρωθυπουργικής αγρύπνιας διαβεβαίωση, για να μη νιώθει μοναξιά, θα κατέτασσε τις αλλεπάλληλες δηλώσεις πολλών υπουργών (προεξάρχοντος του λίαν ευσυγκίνητου κ. Λοβέρδου), διά των οποίων επιχειρούν να πείσουν την κάμερα που τους καταγράφει ότι «πονούν μαζί με τον λαό», «έχουν χάσει τη ησυχία τους» και λοιπά δακρύβρεκτα. Και κάπου εκεί θα μπορούσε να σφηνώσει και τη δημόσια εξομολόγηση του επιτηρητή μας κ. Στρος-Καν, πως αν ήταν Ελληνας, ίσως κατέβαινε κι αυτός στους δρόμους, σαν θυμωμένος διαδηλωτής. Ναι, τόμους ολόκληρους θα χρειαζόταν ο Αμερικανός καταγραφέας σπουδαίων ή σπουδαιοφανών ρήσεων για να στεγάσει την ελληνική παραγωγή, που αποκαλύπτεται τεράστια, αφού εδώ η πολιτική εννοείται ως εκτόξευση από το πεδίο βολής της τηλεόρασης της μιας ατάκας πάνω στην άλλη (με πρωταθλητή τον κ. Καρατζαφέρη, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να χυδαιολογήσει, αρκεί αυτό να του δώσει ένα παραπάνω δίλεπτο στα κανάλια, που τόσο υπολήπτονται το «χιούμορ» του). Τι δηλαδή; Μπορεί να μείνει στ’ άγραφα το σαφέστατο «άλλο μείγμα» του κ. Σαμαρά, το άκρως υπεύθυνο «θα μιλήσω όταν το κρίνω εγώ» του κ. Καραμανλή, ο εν Δελφοίς χρησμός της κ. Διαμαντοπούλου σύμφωνα με τον οποίο «έχει πολύ μεγάλη σημασία η εθνική συναίνεση γιατί δεν χωράει να έχουν βάθος χρόνου και να γίνουν σεβαστά απ’ όλες τις κυβερνήσεις», τα συγχαρητήρια του κ. Βενιζέλου στο ΛΑΟΣ για την «υπεύθυνη στάση του στα εθνικά θέματα» ή η διαβεβαίωση του μητροπολίτη κ. Ανθιμου ότι «πνευματικός άνθρωπος χωρίς χριστιανισμό δεν υπάρχει»; Και, έλεος, είναι δυνατόν να μην απαθανατιστεί και να μην τιμηθεί με τα πρωτεία το πάγκαλον εκείνο απόφθεγμα «μαζί τα φάγαμε»; Θα φάει το μαύρο σκοτάδι μια τέτοια σοφή διάγνωση; |
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010
ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ - Αποφθεγματοσυναγωγεύς
Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
ΞΥΔΑΚΗΣ - Γιατί ανιχνεύονται σκοτεινότερες προθέσεις;
Σε ποιον ανήκει ο λαός;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 23-12-2010
......
Η επιστολή της Εκκλησίας, ως ενέργεια καθ’ εαυτήν, κλονίζει τα στερεότυπα σκέψης της μεταπολιτευτικής ορθότητας. Θέτει ερωτήματα: Πρώτον, ποιος δικαιούται να ομιλεί;
Δικαιούται να μιλάει η Εκκλησία στην κοινωνία, σε όποιον θέλει να την ακούει; Ισχύει καθολικά η ισηγορία ή υπερισχύει, εν προκειμένω, ένας παραδημοκρατικός αντικληρικαλισμός;
Γιατί ανιχνεύονται σκοτεινότερες προθέσεις στον λόγο ενός ιεράρχη απ’ ό,τι στον λόγο ενός τραπεζίτη ή ενός δημοσιογράφου;
ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ - Με γνωστούς δημοσιογράφους, στρέφουν τον ένα κλάδο κατά του άλλου
Οι «γνωστοί δημοσιογράφοι»Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
Μόλις χθες εκπρόσωποι εννέα επιστημονικών συλλόγων (ΔΣΑ, ΤΕΕ κ.ά.), με επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό, αναφέρονται σε αυτό ακριβώς το θέμα. «Οι επιστημονικοί και κοινωνικοί φορείς, κλάδοι εργαζομένων, με αφορμή τα όποια δίκαια ή όχι αιτήματά τους, λοιδορούνται, συκοφαντούνται με κατευθυνόμενα δημοσιεύματα», αναφέρουν ενδεικτικά στην επιστολή. Και προσθέτουν:
«Οταν με γνωστούς δημοσιογράφους, στρέφουν τον ένα κλάδο κατά του άλλου, αλλοιώνοντας και αποσιωπώντας τα όποια αιτήματά τους, τότε υπάρχει έλλειμμα ορθής, έγκαιρης, αντικειμενικής πληροφόρησης». Μια παρατήρηση πάνω σε αυτό:
Το θέμα της παραπληροφόρησης δεν αφορά τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Αυτοί, ως φορείς εξουσίας, τροφοδοτούν αυτά τα δημοσιεύματα προκειμένου να προωθήσουν την πολιτική τους. Πρόκειται για συστατικό κάθε εξουσίας και δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και από τη σημερινή.
Το ουσιαστικό πρόβλημα αφορά τους ίδιους τους δημοσιογράφους που δέχονται να μετατρέπονται σε οχήματα της κυβέρνησης. Της σημερινής, της χθεσινής και της αυριανής. Αναφερόμαστε σε όλους αυτούς τους «γνωστούς δημοσιογράφους», όπως αναφέρονται και στην ανακοίνωση, που δεν φιλτράρουν τις διοχετευμένες από την κυβέρνηση πληροφορίες, αλλά αρκούνται στην αναπαραγωγή τους.
Σκόπιμα ή όχι, παραπληροφορούν την κοινωνία με στοιχεία που δεν έχουν σχέση με την παραγματικότητα. Και συμβάλλουν στη μετατροπή της κοινωνίας αυτής σε μια ζούγκλα. Οι μισοί εναντίον των άλλων μισών...
Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010
ΚΑΡΑΚΟΥΣΗΣ - Το Τwitter δοξάσθηκε - η άγρια Δύση της ενημέρωσης
Η απεργία έσπασε, το Τwitter δοξάσθηκε
Του Αντώνη Καρακούση |ΤΟ ΒΗΜΑ Αθήνα - Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artId=373266&dt=16/12/2010
Η απεργία επιτυχημένη, τα πλήθη συγκεντρωμένα, τα επεισόδια πολλά, η ΕΣΗΕΑ περήφανη για τη συμμετοχή των δημοσιογράφων, οι τηλεοράσεις χωρίς ειδήσεις, τα ραδιόφωνα έπαιζαν μουσική, οι εφημερίδες ήταν κλειστές, ωστόσο η ενημέρωση έτρεχε με ταχύτητες τρελές.
Ο προπηλακισμός, ο τραυματισμός και η φυγάδευση του πρώην υπουργού και Βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Κ. Χατζηδάκη μεταδιδόταν σχεδόν σε ζωντανή σύνδεση, όπως και τα γεγονότα των Αθηνών σε πραγματικό χρόνο από τις κάμερες των νέων ιντερνετικών σελίδων και μέσω των μηνυμάτων του Twitter, που δρούσε σαν σούπερ - ντελάλης παντού.
Κακά τα ψέματα, η απεργία στα ΜΜΕ απέτυχε παταγωδώς, ''εσπασε'' κανονικά και τα νέα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης υποκατέστησαν τους πάντες, μεταδίδοντας ειδήσεις, εικόνες, σχόλια και μηνύματα σε πραγματικό χρόνο, την ώρα που εξελίσσονταν τα γεγονότα, χωρίς προφανώς τον παραμικρό ενδοιασμό και την παραμικρή επιφύλαξη, αφού ξέρουν ότι δίνουν μάχη επικράτησης και ενεργούν με το δόγμα ''ο σκοπός αγιάζει τα μέσα''.
Και μαζί βεβαίως οι αποδέκτες της ενημέρωσης - πολλοί εκ των οποίων και επαγγελματίες δημοσιογράφοι - ούτε που νοιάζονταν από που έρχονταν οι πληροφορίες, ποιός αναμετέδιδε τις εικόνες και ποιός σχολίαζε τα γεγονότα.
Αυτοί αποκτούσαν και χρησιμοποιούσαν την ενημέρωση, αφήνοντας το διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ να καμώνεται πως υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζομένων στον Τύπο, στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις.
Η εποχή είναι δυναμική, τα πράγματα αλλάζουν με τρομακτικές ταχύτητες και ρυθμούς, οι εξελίξεις ειδικά στον τομέα της ενημέρωσης τείνουν να λάβουν διαστάσεις χιονοστιβάδας και να παρασύρουν τους πάντες στη διάβα τους.
Οσοι στον Τύπο και συνολικότερα στον χώρο της ενημέρωσης συνεχίζουν να σκέπτονται και να δρούν θεωρώντας ότι η Ιστορία είναι ακινητοποιημένη και τους περιμένει, πλανώνται πλάνη οικτρά.
Η χθεσινή μέρα ήταν ενδεικτική. Προσέφερε σαφή παράσταση του μέλλοντος της ενημέρωσης και προετοιμάζει τους πάντες για το τι θα επακολουθήσει.
Μικρά και ευέλικτα σχήματα, που μπορούν να ενεργούν με ταχύτητα, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, είναι σε θέση να καλύψουν σε ελάχιστο χρόνο βασικές και ειδικές ανάγκες ενημέρωσης και ψυχαγωγίας του κοινού.
Χωρίς κανόνες βεβαίως, χωρίς μισθούς και συμβάσεις, χωρίς ασφάλιση, χωρίς ωράρια, χωρίς δικαιώματα, χωρίς υποχρεώσεις.
Η άγρια Δύση της ενημέρωσης αναπτύσσεται στο ημίφως, σε σκοτεινά και ανήλιαγα φασονατζίδικα, απ' όπου η ΕΣΗΕΑ δεν περνάει ούτε απέξω.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artId=373266&dt=16/12/2010
Η απεργία επιτυχημένη, τα πλήθη συγκεντρωμένα, τα επεισόδια πολλά, η ΕΣΗΕΑ περήφανη για τη συμμετοχή των δημοσιογράφων, οι τηλεοράσεις χωρίς ειδήσεις, τα ραδιόφωνα έπαιζαν μουσική, οι εφημερίδες ήταν κλειστές, ωστόσο η ενημέρωση έτρεχε με ταχύτητες τρελές.
Ο προπηλακισμός, ο τραυματισμός και η φυγάδευση του πρώην υπουργού και Βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Κ. Χατζηδάκη μεταδιδόταν σχεδόν σε ζωντανή σύνδεση, όπως και τα γεγονότα των Αθηνών σε πραγματικό χρόνο από τις κάμερες των νέων ιντερνετικών σελίδων και μέσω των μηνυμάτων του Twitter, που δρούσε σαν σούπερ - ντελάλης παντού.
Κακά τα ψέματα, η απεργία στα ΜΜΕ απέτυχε παταγωδώς, ''εσπασε'' κανονικά και τα νέα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης υποκατέστησαν τους πάντες, μεταδίδοντας ειδήσεις, εικόνες, σχόλια και μηνύματα σε πραγματικό χρόνο, την ώρα που εξελίσσονταν τα γεγονότα, χωρίς προφανώς τον παραμικρό ενδοιασμό και την παραμικρή επιφύλαξη, αφού ξέρουν ότι δίνουν μάχη επικράτησης και ενεργούν με το δόγμα ''ο σκοπός αγιάζει τα μέσα''.
Και μαζί βεβαίως οι αποδέκτες της ενημέρωσης - πολλοί εκ των οποίων και επαγγελματίες δημοσιογράφοι - ούτε που νοιάζονταν από που έρχονταν οι πληροφορίες, ποιός αναμετέδιδε τις εικόνες και ποιός σχολίαζε τα γεγονότα.
Αυτοί αποκτούσαν και χρησιμοποιούσαν την ενημέρωση, αφήνοντας το διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ να καμώνεται πως υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζομένων στον Τύπο, στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις.
Η εποχή είναι δυναμική, τα πράγματα αλλάζουν με τρομακτικές ταχύτητες και ρυθμούς, οι εξελίξεις ειδικά στον τομέα της ενημέρωσης τείνουν να λάβουν διαστάσεις χιονοστιβάδας και να παρασύρουν τους πάντες στη διάβα τους.
Οσοι στον Τύπο και συνολικότερα στον χώρο της ενημέρωσης συνεχίζουν να σκέπτονται και να δρούν θεωρώντας ότι η Ιστορία είναι ακινητοποιημένη και τους περιμένει, πλανώνται πλάνη οικτρά.
Η χθεσινή μέρα ήταν ενδεικτική. Προσέφερε σαφή παράσταση του μέλλοντος της ενημέρωσης και προετοιμάζει τους πάντες για το τι θα επακολουθήσει.
Μικρά και ευέλικτα σχήματα, που μπορούν να ενεργούν με ταχύτητα, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, είναι σε θέση να καλύψουν σε ελάχιστο χρόνο βασικές και ειδικές ανάγκες ενημέρωσης και ψυχαγωγίας του κοινού.
Χωρίς κανόνες βεβαίως, χωρίς μισθούς και συμβάσεις, χωρίς ασφάλιση, χωρίς ωράρια, χωρίς δικαιώματα, χωρίς υποχρεώσεις.
Η άγρια Δύση της ενημέρωσης αναπτύσσεται στο ημίφως, σε σκοτεινά και ανήλιαγα φασονατζίδικα, απ' όπου η ΕΣΗΕΑ δεν περνάει ούτε απέξω.
Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010
ΤΖΙΑΝΤΖΗ - Η Πάτι τα χάνει μπροστά στις γνώσεις των Ελληνόπουλων.
Η Πάτι και ο μουσικός πάτος
Tης Μαριαννας Τζιαντζη
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 14-12-2010
...
Η Πάτι (κατά κόσμον Λάουρα) ήρθε στην Ελλάδα! Καμιά εκατοστή πιτσιρίκια ήταν καλεσμένα το πρωί της Δευτέρας στην εκπομπή «Πρωινό mou» (Mega) περιμένοντας με ανυπομονησία να δουν το ίνδαλμά τους. Τα περισσότερα ήταν κάτω των 12 ετών και, προφανώς, απουσίαζαν από το σχολείο με τις ευλογίες των γονιών τους.
Για την ακρίβεια, δεν ήταν απλώς 100 παιδιά, αλλά περίπου 100 τυχερά παιδιά, από όλη την Ελλάδα, που κληρώθηκαν ανάμεσα σε 15.000 και πλέον πιτσιρίκια που είχαν πάρει μέρος στον σχετικό διαγωνισμό.
......
Περίπου μία ώρα περίμεναν τα παιδιά, καθισμένα σε κερκίδες, μέχρι να εμφανιστεί το ίνδαλμά τους. Ετσι, είχαν την ευκαιρία να δουν σε γιγαντοοθόνη το ζεύγος των παρουσιαστών να σχολιάζει τις αποχωρήσεις από το κυριακάτικο «Just the two of us» (όπου επίσης εμφανίστηκε η Πάτι). «Μου αρέσει η μαγκιά που βγάζει ο Ιατρόπουλος», λέει ο κ. Λιάγκας, «κι εγώ έτσι είμαι», εννοώντας έναν ηθοποιό που συμμετείχε στο σόου.
Λίγη υπομονή και βγαίνει η Πάτι. Προηγείται μια βιντεοσκοπημένη επίδειξη γυναικείων εσωρούχων μιας γνωστής φίρμας. Ενώ τα μοντέλα ποζάρουν τουρλώνοντας ό,τι μπορεί να τουρλωθεί, μια φωνή εκτός πλάνου εξηγεί: «Η φετινή συλλογή είναι πιο σέξι, πιο αισθησιακή από ποτέ» και απευθύνεται «σε κάθε γυναίκα με σέξι και τρέντι διάθεση». Ακολουθεί μια επίδειξη παιδικής μόδας. Φέτος θα φορεθούν οι ταφτάδες. Ακούστε, τρέντι μαμάδες, ακούστε, τρέντι παιδιά!
Επιτέλους, η Πάτι εμφανίζεται. Πανζουρλισμός, κάποια παιδιά τη βιντεοσκοπούν ή τη φωτογραφίζουν με το κινητό τους και όλα μαζί τραγουδούν τα τηλετραγούδια της, χωρίς να ξεχνούν ούτε ένα «και».
Η γλυκιά κοπελίτσα τα χάνει μπροστά στις γνώσεις των Ελληνόπουλων.
Tης Μαριαννας Τζιαντζη
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 14-12-2010
...
Η Πάτι (κατά κόσμον Λάουρα) ήρθε στην Ελλάδα! Καμιά εκατοστή πιτσιρίκια ήταν καλεσμένα το πρωί της Δευτέρας στην εκπομπή «Πρωινό mou» (Mega) περιμένοντας με ανυπομονησία να δουν το ίνδαλμά τους. Τα περισσότερα ήταν κάτω των 12 ετών και, προφανώς, απουσίαζαν από το σχολείο με τις ευλογίες των γονιών τους.
Για την ακρίβεια, δεν ήταν απλώς 100 παιδιά, αλλά περίπου 100 τυχερά παιδιά, από όλη την Ελλάδα, που κληρώθηκαν ανάμεσα σε 15.000 και πλέον πιτσιρίκια που είχαν πάρει μέρος στον σχετικό διαγωνισμό.
......
Περίπου μία ώρα περίμεναν τα παιδιά, καθισμένα σε κερκίδες, μέχρι να εμφανιστεί το ίνδαλμά τους. Ετσι, είχαν την ευκαιρία να δουν σε γιγαντοοθόνη το ζεύγος των παρουσιαστών να σχολιάζει τις αποχωρήσεις από το κυριακάτικο «Just the two of us» (όπου επίσης εμφανίστηκε η Πάτι). «Μου αρέσει η μαγκιά που βγάζει ο Ιατρόπουλος», λέει ο κ. Λιάγκας, «κι εγώ έτσι είμαι», εννοώντας έναν ηθοποιό που συμμετείχε στο σόου.
Λίγη υπομονή και βγαίνει η Πάτι. Προηγείται μια βιντεοσκοπημένη επίδειξη γυναικείων εσωρούχων μιας γνωστής φίρμας. Ενώ τα μοντέλα ποζάρουν τουρλώνοντας ό,τι μπορεί να τουρλωθεί, μια φωνή εκτός πλάνου εξηγεί: «Η φετινή συλλογή είναι πιο σέξι, πιο αισθησιακή από ποτέ» και απευθύνεται «σε κάθε γυναίκα με σέξι και τρέντι διάθεση». Ακολουθεί μια επίδειξη παιδικής μόδας. Φέτος θα φορεθούν οι ταφτάδες. Ακούστε, τρέντι μαμάδες, ακούστε, τρέντι παιδιά!
Επιτέλους, η Πάτι εμφανίζεται. Πανζουρλισμός, κάποια παιδιά τη βιντεοσκοπούν ή τη φωτογραφίζουν με το κινητό τους και όλα μαζί τραγουδούν τα τηλετραγούδια της, χωρίς να ξεχνούν ούτε ένα «και».
Η γλυκιά κοπελίτσα τα χάνει μπροστά στις γνώσεις των Ελληνόπουλων.
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ - «ή δημόσιο έργο μού δίνεις ή κανάλι στήνω».
Τα ΜΜΕ μπροστά στην κρίση |
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 14.12.2010
Πρώτον, η θεαματική πτώση των πωλήσεων των εφημερίδων σε όλες τις κατηγορίες, αλλά κυρίως των ημερήσιων πολιτικών. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην έλευση των ηλεκτρονικών ιδιωτικών μέσων και εν μέρει στην αδυναμία του Τύπου να αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες και τα νέα δεδομένα στο πεδίο.
Δεύτερον, στην παντελή έλλειψη εποπτείας του ραδιοτηλεοπτικού συστήματος, αφού και το πιο βασικό του στοιχείο, δηλαδή οι άδειες, παραμένουν σε ένα καθεστώς διαρκούς εκκρεμότητας.
Τρίτον, στους σημαντικούς περιορισμούς στους προϋπολογισμούς των ΜΜΕ, που σε σημαντικό βαθμό οφείλονται στην οικονομική ύφεση και στην ατονία της διαφημιστικής δαπάνης και κυρίως στο γεγονός ότι η κύρια χρηματοδότησή τους, είτε πρόκειται για έντυπα είτε για ηλεκτρονικά μέσα ή ακόμη και συνδρομητικά, είναι η διαφήμιση. Αποτέλεσμα αυτών είναι, τόσο στον Τύπο όσο και στη ραδιοφωνία και τηλεόραση, οι φορείς τους να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον στο οποίο η εποχή των «παχιών αγελάδων» να έχει παρέλθει οριστικά και ο ανταγωνισμός να έχει γίνει ανελέητος σε όλα τα επίπεδα του προσφερόμενου επικοινωνιακού προϊόντος με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αυτή η κατάσταση επίσης οφείλεται αφενός στην έλλειψη στρατηγικής στο επικοινωνιακό πεδίο της χώρας και αφετέρου στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματιών που δρουν στο τηλεοπτικό πεδίο και κατ’ επέκταση στο επικοινωνιακό πεδίο συνήθιζε (ακόμη το κάνει) να χρησιμοποιεί τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και ενημέρωσης κυρίως ως εργαλεία για τις άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητές της, μετατρέποντας το παραδοσιακό «ή υπούργημα μου δίνεις ή εφημερίδα γράφω» στο μετανεωτερικό «ή δημόσιο έργο μού δίνεις ή κανάλι στήνω». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει μακροπρόθεσμη ούτε καν μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την πορεία του πεδίου. Αντίθετα, όπως καταδεικνύει η περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών, τα περισσότερα κανάλια λειτουργούν μέσα από την προοπτική των μικροσυμφερόντων και οι εργαζόμενοι στον χώρο αποτελούν αντικείμενα εκμετάλλευσης σε καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας.
......
Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον είναι τόσο επισφαλής όσο και η πρόβλεψη του δελτίου καιρού για το επόμενο τρίμηνο. Είναι όμως γεγονός ότι έχουμε εισέλθει στη φάση της «μεγάλης συρρίκνωσης» των παραδοσιακών ΜΜΕ, εφημερίδων, περιοδικών, ραδιοφώνων.
Σε σύγκριση με τα άλλα Μέσα, η τηλεόραση θα βρεθεί σε καλύτερη κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα κλείσουν ή δεν θα συγχωνευτούν τηλεοπτικά κανάλια ή κάποια ενδεχομένως να μετατραπούν σε συνδρομητικά.
Θα επιβιώσουν 3-4 εφημερίδες μόνο και καμιά δεκαριά ραδιόφωνα που θα προσανατολιστούν σε ένα μείγμα ενημερωτικού το πρωί και μουσικού περιεχομένου το απόγευμα, με «πολλή κουβέντα» με τους ακροατές.
Οι σύγχρονες συνθήκες επιβάλλουν τη χάραξη μιας οραματικής και ταυτόχρονα συνεκτικής δημόσιας πολιτικής στο επικοινωνιακό πεδίο. Ας αφήσουμε πίσω το «αμαρτωλό» και στην πράξη τραγικό αναλογικό μας παρελθόν και ας εστιαστούμε επιτέλους στο ψηφιακό μας μέλλον.
Ομως, χρόνο με τον χρόνο καθίσταται εμφανές ότι χρειαζόμαστε και στον χώρο της μαζικής επικοινωνίας ηγέτες με όραμα για το μέλλον του πεδίου, ανθρώπους που να αγαπούν τα μέσα επικοινωνίας, δημοσιογράφους που να σέβονται τον εαυτό τους και το επάγγελμά τους, διαφημιστές που να τους ενδιαφέρει και η αισθητική των διαφημίσεών τους και του περιβάλλοντος που τις τοποθετούν κι αναλυτές και μελετητές των Μέσων που ερευνούν τα ΜΜΕ για να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν ένα πολύ σύνθετο φαινόμενο κι όχι τους γνωστούς αετονύχηδες των τηλεοπτικών κι άλλων παραθύρων.
*Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010
ΑΓΓΕΛΙΚΟΠΟΥΛΟΣ - Τα αφασικά στερεότυπα
• Ακούς εσύ ολόγυρα γενικεύσεις και αντιφάσεις; • Ασε τα αφασικά στερεότυπα. • Πεθαίνει καλλιτέχνης «σε ηλικία πλήρης ημερών», • που είπε και μια ξεφωνήτρια ραδιοειδήσεων, • και ηχεί εν χορώ σύμπαν το μουμουέ:
• «Φτώχυνε η κωμωδία». • Ή: «Ο κινηματογράφος έχασε τον σκληρό του». • Τι λε ρε Kαραμήτρο, τι «φτώχυνε» και ποιος «έχασε», που ο άνθρωπος είχε αποσυρθεί 30 τόσα χρόνια και δεν έπαιζε, και δεν σκηνοθετούσε; • Αφασία.
• Να μη νοιάζονται να βρουν μια φράση ζώσα, ειλικρινή για τον άνθρωπο που… «έφυγε». • «Πέθανε»; • Απαπά, «έφυγε» –τόσο διακριτικό, τόσο ποιητικό. • Και τόσο πρόχειρο στο καλαθάκι με τα κλισέ που κρέμεται από τη γλώσσα μας.
• Υπάρχει, αγαπητέ αναγνώστη που ερωτάτε, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, το οποίο παρακολουθεί και καταγράφει, νομίζω, τις εξελίξεις του εκφραστικού μας οργάνου. • Αλλά σύνδεσή του με το εκπαιδευτικό μας σύστημα * (ποιο «εκπαιδευτικό» και ποιο «σύστημα») • ουκ οίδα.
ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ - Δημιουργία αποδιοπομπαίων συστημάτων
Το πολιτικό κόστος και η Δημοκρατία
Του Πασχου Mανδραβελη
Στην Ελλάδα η μόνη βιομηχανία που ανθεί είναι αυτή της μεταφοράς ευθυνών. Για κάθε πρόβλημα ποτέ δεν συζητείται μια λύση· πάντα αναζητείται ένας υπεύθυνος. Σπανίζει η αυτοκριτική και περισσεύει η κριτική. Κυρίως προς αόρατες δομές. Παλιότερα για όλα έφταιγαν οι «ξένες δυνάμεις» που μετά μετονομάστηκαν σε «ιμπεριαλισμό» και στις νεότερες εποχές πάντα έφταιγε το «σύστημα» που μετά συγκεκριμενοποιήθηκε στο «πολιτικό σύστημα».
Με το ελληνικό πολιτικό σύστημα δυστυχώς ισχύει η παροιμία «βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε έξι» ευθύνες κοινωνικών φορέων ή ατόμων. Πάνω, δηλαδή, στις πραγματικές ευθύνες των πολιτικών φορτώνονται λάθη και παραλείψεις μιας ολόκληρης κοινωνίας ή υποσυστημάτων αυτής. Δεν θα αναφερθούμε στις πρώτες· έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τη διαφθορά, τη διαπλοκή, το προνόμιο ασυλίας απέναντι στον νόμο που έχουν βουλευτές και υπουργοί, την προχειρότητα στην παραγωγή νομοθετικού έργου κ. λπ., που είναι κοινός τόπος και σπατάλη χώρου η εκ νέου ανάλυσή τους. Καλό όμως είναι να διακρίνουμε τις πραγματικές παθογένειες του πολιτικού συστήματος (ώστε να απαιτήσουμε τη θεραπεία τους), από τις μεταβιβασθείσες ευθύνες που πρέπει εμείς να διορθώσουμε. Και αυτό διότι η δημιουργία αποδιοπομπαίων συστημάτων μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτική, αλλά δεν λύνει προβλήματα. Αντιθέτως· συσκοτίζοντάς τα, τα διαιωνίζει.
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Μία από αυτές τις ευθύνες είναι της ενημέρωσης. Ακούγεται συχνά πυκνά ότι «το κράτος δεν ενημέρωσε» ή ότι οι αγρότες κατασπατάλησαν τις επιδοτήσεις διότι ήταν «ανενημέρωτοι» (ότι π. χ. πρέπει να επενδύσουν τα κοινοτικά χρήματα και όχι να τα κάνουν κατανάλωση). Εδώ, όμως, υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο το οποίο μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Το κράτος δεν ενημερώνει, ανακοινώνει. Η ενημέρωση δεν πρέπει να είναι κρατική υπόθεση (μπορεί να έχει σοβαρές παρενέργειες), αφορά τον κλάδο των ΜΜΕ, αλλά και εκείνους που πρέπει να ενημερωθούν. Αν θέλαμε να σαρκάσουμε, θα λέγαμε ότι το κράτος το παράκανε με την υποβοήθηση της ενημέρωσης. Σκόρπισε αφειδώς λεφτά, ενισχύοντας τις επιχειρήσεις ΜΜΕ και διαφημίζοντας την πραμάτεια του. Ομως η ενημέρωση δεν είναι μια παθητική διαδικασία. Ζούμε σε μια χώρα που έχει τους περισσότερους τίτλους εφημερίδων, χιλιάδες ειδικά έντυπα και την χαμηλότερη αναγνωσιμότητα στον δυτικό κόσμο. Οσο κακές κι αν είναι οι εφημερίδες, για να ενημερωθεί κάποιος πρέπει να τις ανοίγει. Η ενημέρωση δεν είναι σαν την επιφοίτηση. Είναι ενεργητική διαδικασία. Δεν υπάρχει κράτος που να διαβάζει εφημερίδες για λογαριασμό των πολιτών του.
Μεταθέτοντας όμως στο πολιτικό σύστημα την ευθύνη της ενημέρωσης των πολιτών έχουμε πολλές παρενέργειες. Η εμφανής είναι η σπατάλη χρημάτων. Η κρατική διαφήμιση (προς «ενημέρωση του λαού») έρρεε κατά δεκάδες εκατομμύρια. Κάποτε η κρατική «Ολυμπιακή» ήταν υποχρεωμένη να μεταφέρει δωρεάν τις εφημερίδες σε κάθε γωνιά της χώρας. Τώρα όλες οι επιχειρήσεις -και δι’ αυτών οι καταναλωτές- είναι υποχρεωμένες να χρηματοδοτούν τις εφημερίδες με την αναγκαστική δημοσίευση ισολογισμών και ανακοινώσεων. Η αφανής παρενέργεια ήταν η συσκότιση της πραγματικής ευθύνης που έχει μια πολιτεία, δηλαδή της ανακοίνωσης των αποφάσεών της. Απορροφημένοι από το αίτημα να κάνει το κράτος αυτό που είναι υποχρέωση των πολιτών, δηλαδή να ενημερώνονται, δεν συζητούσαμε για το γεγονός ότι το κράτος έθετε τεχνητούς φραγμούς στην πρόσβαση των πολιτών στις ανακοινώσεις του. Μέχρι πριν από μερικούς μήνες για να διαβάσει κάποιος τους νόμους του κράτους έπρεπε να πληρώνει συνδρομή στο Εθνικό Τυπογραφείο. Ετσι, από τη μια μεριά το κράτος σπαταλούσε εκατοντάδες εκατομμύρια για να διαφημίσει τους νόμους του και από την άλλη απέτρεπε τους πολίτες να τους δουν και να τους διαβάσουν. Ζητώντας από το πολιτικό σύστημα να πράξει το ανέφικτο, του επιτρέπαμε να μην εκπληρώνει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του.
Το πολιτικό κόστος
Η σημαντικότερη, όμως, μετάθεση ευθυνών γίνεται διά της φιλολογίας του πολιτικού κόστους. Δημοσιογράφοι, πολιτικοί, διανοούμενοι ζητούν από τους πολιτικούς να πράττουν χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος. Αυτό είναι λογικό και θεμιτό όταν το πολιτικό κόστος προέρχεται από μικρές συντεχνιακές ομάδες. Γίνεται παράλογο και αντιδημοκρατικό όταν ζητείται από τους πολιτικούς να πάνε ενάντια στην θέληση της κοινωνίας. Δυστυχώς αυτό που πολλοί ονομάζουν «πολιτικό κόστος» είναι η ίδια η Δημοκρατία. Σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα οι πολιτικοί δεν εκλέγονται για να εκπροσωπούν την «αρετή», όπως υποκειμενικά την ορίζουν κάποιοι ταγοί. Εκλέγονται για να υλοποιούν τη θέληση της κοινωνίας. Είτε αυτή είναι «καλή», είτε αυτή είναι «κακή». Εδώ γίνεται μια τεράστια μετάθεση ευθύνης απ’ όλους εκείνους που ρητορεύουν περί πολιτικού κόστους. Η αποτυχία ενός ολόκληρου συστήματος (πολιτικών δημοσιογράφων, διανοουμένων, Μέσων Ενημέρωσης) να πείσουν την κοινωνία για τον ορθό δρόμο γίνεται αίτημα να καταλυθεί το «Θεμέλιο του πολιτεύματος [που] είναι η λαϊκή κυριαρχία» (Σύνταγμα, άρθρο 1 παρ. 2)
Λαϊκισμός
Καλώς ή κακώς μια δημοκρατία πραγματώνεται προσεγγίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τη λαϊκή βούληση, σεβόμενη βέβαια τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτή η λαϊκή βούληση διαμορφώνεται από τη σύγκρουση διαφόρων απόψεων που υπάρχουν μέσα σε μια κοινωνία. Ο λαϊκισμός δεν ανθεί μόνο γιατί είναι εύκολος. Κυρίως φουντώνει επειδή κυκλοφορεί ανεμπόδιστος. Η ευθύνη, λοιπόν, του πολιτικού συστήματος -ή έστω κάποιων πολιτικών αυτού του συστήματος- έγκειται στο γεγονός ότι τροφοδοτούν αυτόν τον λαϊκισμό και όχι γιατί στο τέλος υλοποιούν τις αποφάσεις του.
Παντού στον δυτικό κόσμο η μάχη δίνεται κατά τη διαμόρφωση των πολιτικών προτάσεων και ουχί όταν αυτές αποκρυσταλλωθούν ως κυρίαρχη άποψη ή γίνουν νόμοι. Λειτουργεί η κοινωνία των πολιτών· φτιάχνονται οργανώσεις πίεσης, επιμορφώνονται οι πολίτες από εθελοντές που πάνε από σπίτι σε σπίτι για να εξηγήσουν τα θετικά ή τα αρνητικά μιας πολιτικής πρότασης, βομβαρδίζονται οι πολιτικοί με γράμματα, μηνύματα, τηλεφωνήματα κ. λπ. Γενικώς, η πολιτική δεν ασκείται μόνο μέσα στο κοινοβούλιο. Υπάρχει και η πίεση των πολιτών. Στην Ελλάδα δυστυχώς μεταφέρουμε και τις ευθύνες της Κοινωνίας των Πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Ψηφίζουμε τους πολιτικούς που μας υπόσχονται τα εύκολα και μετά τους εγκαλούμε γιατί δεν υλοποιούν τα δύσκολα. Επιτρέπουμε στον λαϊκισμό να διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα και μετά αναρωτιόμαστε γιατί οι... «βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος» και αυτό που το έθνος σκέπτεται ή θέλει.
Οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος για την κατάσταση που φτάσαμε είναι μεγάλες, αλλά πολλάκις δεν είναι αυτές που του αποδίδουμε. Αν τις ξεχωρίσουμε μπορεί να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα.
Τα ΜΜΕ, η ενημέρωση και οι διαρροές
Ενα από τα μόνιμα παράπονα των Μέσων Ενημέρωσης είναι ότι οι πολιτικοί δεν καταθέτουν προτάσεις, αλλά περιορίζουν τον λόγο τους σε άσκοπη συνθηματολογία. Αυτό είναι εν πολλοίς ακριβές, αλλά πάλι όταν κάποιοι πολιτικοί κατέθεσαν προτάσεις, ποιος τις άκουσε; Και κυρίως: ποιος τις μετέδωσε; Και αν κάποιες φορές μεταδόθηκαν, ποιος δεν τις χλεύασε;
Στο παιγνίδι της μετάθεσης ευθυνών, που χρόνια τώρα παίζεται σ’ αυτή τη χώρα, τα ΜΜΕ έχουν θέση επιθετικού. Κρατούν διαρκώς σηκωμένο το δάχτυλο στο πολιτικό σύστημα «ότι δεν ενημερώνει σωστά τον λαό», ξεχνώντας ότι η ενημέρωση είναι πρωτίστως δική τους δουλειά και όχι των πολιτικών. Κι όμως! Στις χιλιάδες ώρες πολιτικού λόγου που εκστομίζουν κάθε μέρα -στη Βουλή, σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις- αρκετοί πολιτικοί καταθέτουν προτάσεις οι οποίες είτε δεν έχουν στη δημοσιότητα μοίρα, είτε απλώς χλευάζονται. Ας αναλογιστούμε μόνο κάθε πότε βλέπουμε τη Βουλή στα αποκαλούμενα δελτία ειδήσεων. Οποτεδήποτε υπάρξει «ένταση» (ακόμη και για ασήμαντο διαδικαστικό θέμα) ή όταν κάποιος βουλευτής αφήσει «αιχμές» (δι’ ασήμαντον, πάλι, αφορμήν).
Αντιθέτως παλαιότερες προτάσεις π. χ. των αποκαλούμενων «νεοφιλελεύθερων» πολιτικών για μείωση του κράτους στην οικονομία αντιμετωπίζονταν με κραυγές του στυλ «Θέλουν να ξεπουλήσουν την Ολυμπιακή», «απολύσεις στο Δημόσιο, προτείνουν οι ανάλγητοι». Αντί να συζητηθεί κάποια πρόταση, να φωτιστούν τα θετικά και αρνητικά για να δημιουργηθεί το ισοζύγιο και να αποφασίσουμε ψύχραιμα, στο μιντιακό τοπίο κυριαρχούν οι κραυγές. Και αυτό είναι ευθύνη των ΜΜΕ και όχι του πολιτικού συστήματος.
Ενα άλλο παιγνιδάκι μετάθεσης ευθυνών γίνεται διά των διαρροών. Σε όλο τον κόσμο πολιτικοί που δεν θέλουν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους μεταφέρουν πληροφορίες στους δημοσιογράφους ανωνύμως. Οι διαρροές αυτές μπορεί να έχουν καλό ή κακό σκοπό. Μπορεί δηλαδή να θέλουν να αποκαλύψουν στους πολίτες πράγματα που γίνονται (π. χ. ολόκληρη η υπόθεση Watergate αποκαλύφθηκε από διαρροές κυβερνητικών αξιωματούχων) ή μπορεί απλώς να παίζουν το προσωπικό τους παιχνίδι (π. χ. να καρφώσουν αντιπάλους). Οι πληροφορίες αυτές, άλλοτε επαληθεύονται και άλλοτε όχι. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε «δημοσιογραφική επιτυχία» και στη δεύτερη «φταίνε οι πολιτικοί που μεταδίδουν ψευδείς πληροφορίες». Η αλήθεια είναι ότι η ευθύνη των πολιτικών απέναντι (μόνο) στους φίλους τους δημοσιογράφους είναι να τους λένε αληθείς πληροφορίες. Η ευθύνη των δεύτερων όμως είναι να τις διασταυρώνουν πριν τις μεταδώσουν. Η ευθύνη για τη μετάδοση μιας πληροφορίας δεν βαρύνει το πολιτικό σύστημα. Ανήκει στα ΜΜΕ, ασχέτως από την πηγή ή τις προθέσεις της.
Διαβάστε
• Bernard Poulet, «Το τέλος των εφημερίδων και το μέλλον της ενημέρωσης», εκδ. Πόλις
Hμερομηνία : 12-12-10Copyright: http://www.kathimerini.gr
Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010
Storytelling για ενα κοινό με συλλογική αντίληψη των πραγμάτων
Η ελληνική κρίση έγινε animation και σαρώνει
Η ιστορία αρχίζει με τη μικρή Ελλάδα, ένα μαυρισμένο κοριτσάκι με μαγιό, να καλοπερνάει. Τρώει παγωτό σέρνοντας πίσω του ένα μικρό και χαρωπό προβατάκι, το Χρέος. Ως εκεί, καλά. Ομως, έπειτα από λίγο, το Χρέος μεγαλώνει τόσο που μεταμορφώνεται σε ένα απίστευτα τρομακτικό και πεινασμένο τέρας, το οποίο με τη σειρά του θέλει να φάει την μικρή Ελλάδα... Ποιος θα τη σώσει; Ο ξεπεσμένος σούπερ ήρωας, γνωστός και με το όνομα Ευρώπη; Ή το περίεργο κουνούπι που λέγεται ΔΝΤ; «Θα καταφέρει η Ελλάδα να ξαναβρεί την ευτυχία;»...
Η ιστορία αρχίζει με τη μικρή Ελλάδα, ένα μαυρισμένο κοριτσάκι με μαγιό, να καλοπερνάει. Τρώει παγωτό σέρνοντας πίσω του ένα μικρό και χαρωπό προβατάκι, το Χρέος. Ως εκεί, καλά. Ομως, έπειτα από λίγο, το Χρέος μεγαλώνει τόσο που μεταμορφώνεται σε ένα απίστευτα τρομακτικό και πεινασμένο τέρας, το οποίο με τη σειρά του θέλει να φάει την μικρή Ελλάδα... Ποιος θα τη σώσει; Ο ξεπεσμένος σούπερ ήρωας, γνωστός και με το όνομα Ευρώπη; Ή το περίεργο κουνούπι που λέγεται ΔΝΤ; «Θα καταφέρει η Ελλάδα να ξαναβρεί την ευτυχία;»...
Με αυτή την ερώτηση κλείνει το τρίτο επεισόδιο της σειράς The Greek Crisis Explained. .....
....
μια πολύ καλή ευκαιρία για μια συζήτηση με την «Κ» στο γραφείο της πίσω από το Χίλτον.
Συμφωνούν και οι δύο ότι η συμμετοχή του κοινού παραμένει το σημαντικότερο στοιχείο, γιατί ένα κοινό με συλλογική αντίληψη των πραγμάτων (και άρα όχι πια τοπικό) συνεισφέρει σε ένα συλλογικό νου που είναι σίγουρα ανώτερος της κοινής λογικής. Ο Χ. Λεφάκης εξηγεί: «Η τηλεόραση π.χ. είναι τελείως εκτός κοινής λογικής. Το ακροατήριο αλλάζει από ένα μέσο όρο, σε έναν υπερεγκέφαλο, σε κάποιον που έχει πάρα πολύ οξυμένη αντίληψη των πραγμάτων και δεν του ξεφεύγει τίποτα. Και, ως εκ τούτου, αναγκάζεσαι να βρίσκεσαι σε μια διαρκή δημιουργική εγρήγορση. Φυσικά, παύει να ισχύει και η έννοια του “dumbing things down”, κάτι που ισχύει πολύ στον χώρο της διαφήμισης. Στο Greek Crisis προσθέσαμε μέσα στο στόμα του τέρατος μια μικρή σημαία της Αργεντινής. Κάποιος την είδε, το δημοσίευσε στα σχόλια χωρίς να χρειαστεί εμείς να τη μεγεθύνουμε».
Αυτή η συλλογική αντίληψη επιτρέπει και για μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στους δημιουργούς: «Μπορείς πια να φτιάξεις ιστορίες με φοβερή λεπτομέρεια, κάτι που δεν είχε νόημα πριν. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για το βίντεο αλλά και για άλλα μέσα». Περιμένοντας, λοιπόν, το επόμενο ανεξάρτητο βιντεάκι τους, που θα έχει περισσότερο την μορφή μιας ταινίας μικρού μήκους, μπείτε στην ιστοσελίδα τους www.nomint.gr ή στο vimeo.com και γίνετε κι εσείς μέρος του συλλογικού νου..
μια πολύ καλή ευκαιρία για μια συζήτηση με την «Κ» στο γραφείο της πίσω από το Χίλτον.
Συμφωνούν και οι δύο ότι η συμμετοχή του κοινού παραμένει το σημαντικότερο στοιχείο, γιατί ένα κοινό με συλλογική αντίληψη των πραγμάτων (και άρα όχι πια τοπικό) συνεισφέρει σε ένα συλλογικό νου που είναι σίγουρα ανώτερος της κοινής λογικής. Ο Χ. Λεφάκης εξηγεί: «Η τηλεόραση π.χ. είναι τελείως εκτός κοινής λογικής. Το ακροατήριο αλλάζει από ένα μέσο όρο, σε έναν υπερεγκέφαλο, σε κάποιον που έχει πάρα πολύ οξυμένη αντίληψη των πραγμάτων και δεν του ξεφεύγει τίποτα. Και, ως εκ τούτου, αναγκάζεσαι να βρίσκεσαι σε μια διαρκή δημιουργική εγρήγορση. Φυσικά, παύει να ισχύει και η έννοια του “dumbing things down”, κάτι που ισχύει πολύ στον χώρο της διαφήμισης. Στο Greek Crisis προσθέσαμε μέσα στο στόμα του τέρατος μια μικρή σημαία της Αργεντινής. Κάποιος την είδε, το δημοσίευσε στα σχόλια χωρίς να χρειαστεί εμείς να τη μεγεθύνουμε».
Αυτή η συλλογική αντίληψη επιτρέπει και για μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στους δημιουργούς: «Μπορείς πια να φτιάξεις ιστορίες με φοβερή λεπτομέρεια, κάτι που δεν είχε νόημα πριν. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για το βίντεο αλλά και για άλλα μέσα». Περιμένοντας, λοιπόν, το επόμενο ανεξάρτητο βιντεάκι τους, που θα έχει περισσότερο την μορφή μιας ταινίας μικρού μήκους, μπείτε στην ιστοσελίδα τους www.nomint.gr ή στο vimeo.com και γίνετε κι εσείς μέρος του συλλογικού νου..
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ - Ακροβατικές επιδείξεις σοβαροφανών εφέ και συντάκτες των προεδρικών ρητορευμάτων..
Ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει;
Χρηστου Γιανναρα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12-12-10
Σίγουρα η ανεπάρκεια γλωσσικής εκφραστικής δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με νοητική υστέρηση και πολιτική ανικανότητα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν διακρίθηκε ως ρήτορας και η δυσκολία του με τις ξένες γλώσσες έμεινε παροιμιώδης. Ομως ο λόγος του ήταν στέρεος, λογικά τετράγωνος, συχνά οι αφορισμοί του είχαν ενεργότερο αποτέλεσμα από αγορεύσεις συναρπαστικών ρητόρων. Κάτι ανάλογο έλεγαν οι παλαιότεροι και για τον σοφό της πολιτικής Θεμιστοκλή Σοφούλη. Αντίθετα, ο εκπληκτικός σε ωριμότητα και σε ουσιαστικό περιεχόμενο ελληνοκεντρικός λόγος του Αντώνη Τρίτση ή του Κύπριου Ανδρέα Χριστοφίδη συνοδευόταν από μια παραλυτική πολιτική ανεπιτηδειότητα που ξάφνιαζε.
Το πρόβλημα που τίθεται στην περίπτωση του σημερινού πρωθυπουργού δεν είναι ούτε θετικά ούτε αντιθετικά ανάλογο. Δεν έχει καν σχέση με το ευρύτερο (κυρίαρχο σήμερα) φαινόμενο υποκατάστασης του πολιτικού λόγου από μιαν επιδέξια κενολογία, που εντυπωσιάζει ως ροή λέξεων χωρίς να συνιστά και ροή νοημάτων. Ο ευφυέστατος μάστορας αυτού του είδους είναι ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και ολιγονοϊκή απομίμησή του ο λόγος της κ. Ντόρας Μητσοτάκη. Οι μετερχόμενοι το είδος μιλούν ακατάσχετα, με εντυπωσιακό λεξιλόγιο, πληθωρική εκφραστική, φυσιογνωμική ή χειρονομιών, διατυπώνοντας ασήμαντες κοινοτοπίες, ακροβατικές επιδείξεις σοβαροφανών εφέ.
Η περίπτωση του πρωθυπουργού είναι κάτι άλλο. Ανακαλεί αμέσως, στον κάποιας καλλιέργειας ακροατή, το σοφό απόσταγμα της εμπειρίας ότι «άνθρωπος χωρίς γλώσσα είναι άνθρωπος χωρίς σκέψη». Σίγουρα σκεπτόμαστε με τη γλώσσα, η γλώσσα «σημαίνει» την πραγματικότητα: όχι μόνο παραπέμπει στο σημαινόμενο, αλλά το καθιστά «νόημα», το ορίζει και ορίζοντάς το το φανερώνει – είναι «αποφαντική» της πραγματικότητας η λειτουργία της γλώσσας. Και στον σημερινό πρωθυπουργό μας αυτή η σχέση γλώσσας και νόησης, γλώσσας και πραγματικότητας, μοιάζει εξαιρετικά υποτονική, ωσάν η ικανότητα της σκέψης να μην επαρκεί για την ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Τα ακραία παραδείγματα φωτίζουν τη συνολική εικόνα: Δεν καταλαβαίνει ότι φράσεις όπως «είμαι πολύ συγκινημένος», είναι κωμικό να τις διαβάζει από το χαρτί που του έχουν ετοιμάσει. ΄Η ότι μόνο οι αφελείς αστοιχείωτοι σπεύδουν να χρησιμοποιήσουν, για επίδειξη «μόρφωσης», εκφράσεις που δεν ελέγχουν τη σημασία τους (: «μηδέν εις το πηλίκον», «εξ απαλών ονύχων» κ.λπ.).
Καθρέφτης της νοητικής επάρκειας είναι, συνήθως, το βλέμμα, η φυσιογνωμική έκφραση. Το άγλωσσο βλέμμα, σχεδόν βλέμμα πτηνού, το χαμόγελο που είναι μόνο σύσπαση και καθόλου φωτισμός του προσώπου, ακυρώνουν ακόμα και την πιθανή οξύνοια, το τάνυσμα των ευγενέστερων προθέσεων. Και όταν από αυτή τη φυσική μειονεξία απαιτούν οι συντάκτες των προεδρικών ρητορευμάτων την ηγεμονική χρήση πρώτου ενικού προσώπου («δεν θα επιτρέψω», «θα κάνω, «θα δείξω»), το αποτέλεσμα είναι, κυριολεκτικά, ευτράπελο.
Ομως εμείς σήμερα, οι ελληνώνυμοι κάτοικοι του βαλκανικού νότου, δίχως την παραμικρή πια ικανότητα αξιολόγησης ποιοτήτων και συνείδησης ευθυνών, αναθέτουμε στον πρώτο τυχόντα (χωρίς υπερβολή) φορέα φανταχτερού ονόματος να διαχειριστεί, όχι απλώς την οικονομική μας επιβίωση, την ελευθερία ή την υποδούλωσή μας, αλλά και θησαυρίσματα παναθρώπινης σημασίας και σπουδαιότητας: Αν θα επιβιώσει ζωντανή η γλώσσα (το βιωματικό φορτίο των λέξεων και η συντακτική ευγλωττία) του Ηράκλειτου, του Αριστοτέλη, του Μελωδού Ρωμανού, αν θα σωθεί ως μέτρο και στόχος της ανθρώπινης συνύπαρξης η αθηναϊκή δημοκρατία και η ελληνορωμαϊκή οικουμένη, αν η θάλασσα και το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, που κάποτε γέννησαν την κριτική σκέψη και την αποκαλυπτική Τέχνη, θα παραδοθούν ή όχι στον βιασμό και στην ασέλγεια του αλητοτουρισμού και της άντλησης πετρελαίων.
Αλλοίμονο, είναι αδύνατο να υπάρξει Δικαστήριο Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας για να δικάσει τους ελλαδίτες πρωθυπουργούς που απεμπόλησαν το Αιγαίο, επέβαλαν τη μονοτονική γραφή της γλώσσας, τον οικιστικό εκβαρβαρισμό της χώρας, παζαρεύουν για ψήφους τη Θράκη, έστησαν στη σκιά του Παρθενώνα τη νεοπλουτίστικη γυφτιά του κ. Τσουμί.
Και σκοτώνουν κάθε μέρα το τελευταίο απομεινάρι ελληνικότητας: τη γλώσσα.
Χρηστου Γιανναρα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12-12-10
Σίγουρα η ανεπάρκεια γλωσσικής εκφραστικής δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με νοητική υστέρηση και πολιτική ανικανότητα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν διακρίθηκε ως ρήτορας και η δυσκολία του με τις ξένες γλώσσες έμεινε παροιμιώδης. Ομως ο λόγος του ήταν στέρεος, λογικά τετράγωνος, συχνά οι αφορισμοί του είχαν ενεργότερο αποτέλεσμα από αγορεύσεις συναρπαστικών ρητόρων. Κάτι ανάλογο έλεγαν οι παλαιότεροι και για τον σοφό της πολιτικής Θεμιστοκλή Σοφούλη. Αντίθετα, ο εκπληκτικός σε ωριμότητα και σε ουσιαστικό περιεχόμενο ελληνοκεντρικός λόγος του Αντώνη Τρίτση ή του Κύπριου Ανδρέα Χριστοφίδη συνοδευόταν από μια παραλυτική πολιτική ανεπιτηδειότητα που ξάφνιαζε.
Το πρόβλημα που τίθεται στην περίπτωση του σημερινού πρωθυπουργού δεν είναι ούτε θετικά ούτε αντιθετικά ανάλογο. Δεν έχει καν σχέση με το ευρύτερο (κυρίαρχο σήμερα) φαινόμενο υποκατάστασης του πολιτικού λόγου από μιαν επιδέξια κενολογία, που εντυπωσιάζει ως ροή λέξεων χωρίς να συνιστά και ροή νοημάτων. Ο ευφυέστατος μάστορας αυτού του είδους είναι ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και ολιγονοϊκή απομίμησή του ο λόγος της κ. Ντόρας Μητσοτάκη. Οι μετερχόμενοι το είδος μιλούν ακατάσχετα, με εντυπωσιακό λεξιλόγιο, πληθωρική εκφραστική, φυσιογνωμική ή χειρονομιών, διατυπώνοντας ασήμαντες κοινοτοπίες, ακροβατικές επιδείξεις σοβαροφανών εφέ.
Η περίπτωση του πρωθυπουργού είναι κάτι άλλο. Ανακαλεί αμέσως, στον κάποιας καλλιέργειας ακροατή, το σοφό απόσταγμα της εμπειρίας ότι «άνθρωπος χωρίς γλώσσα είναι άνθρωπος χωρίς σκέψη». Σίγουρα σκεπτόμαστε με τη γλώσσα, η γλώσσα «σημαίνει» την πραγματικότητα: όχι μόνο παραπέμπει στο σημαινόμενο, αλλά το καθιστά «νόημα», το ορίζει και ορίζοντάς το το φανερώνει – είναι «αποφαντική» της πραγματικότητας η λειτουργία της γλώσσας. Και στον σημερινό πρωθυπουργό μας αυτή η σχέση γλώσσας και νόησης, γλώσσας και πραγματικότητας, μοιάζει εξαιρετικά υποτονική, ωσάν η ικανότητα της σκέψης να μην επαρκεί για την ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Τα ακραία παραδείγματα φωτίζουν τη συνολική εικόνα: Δεν καταλαβαίνει ότι φράσεις όπως «είμαι πολύ συγκινημένος», είναι κωμικό να τις διαβάζει από το χαρτί που του έχουν ετοιμάσει. ΄Η ότι μόνο οι αφελείς αστοιχείωτοι σπεύδουν να χρησιμοποιήσουν, για επίδειξη «μόρφωσης», εκφράσεις που δεν ελέγχουν τη σημασία τους (: «μηδέν εις το πηλίκον», «εξ απαλών ονύχων» κ.λπ.).
Καθρέφτης της νοητικής επάρκειας είναι, συνήθως, το βλέμμα, η φυσιογνωμική έκφραση. Το άγλωσσο βλέμμα, σχεδόν βλέμμα πτηνού, το χαμόγελο που είναι μόνο σύσπαση και καθόλου φωτισμός του προσώπου, ακυρώνουν ακόμα και την πιθανή οξύνοια, το τάνυσμα των ευγενέστερων προθέσεων. Και όταν από αυτή τη φυσική μειονεξία απαιτούν οι συντάκτες των προεδρικών ρητορευμάτων την ηγεμονική χρήση πρώτου ενικού προσώπου («δεν θα επιτρέψω», «θα κάνω, «θα δείξω»), το αποτέλεσμα είναι, κυριολεκτικά, ευτράπελο.
Ομως εμείς σήμερα, οι ελληνώνυμοι κάτοικοι του βαλκανικού νότου, δίχως την παραμικρή πια ικανότητα αξιολόγησης ποιοτήτων και συνείδησης ευθυνών, αναθέτουμε στον πρώτο τυχόντα (χωρίς υπερβολή) φορέα φανταχτερού ονόματος να διαχειριστεί, όχι απλώς την οικονομική μας επιβίωση, την ελευθερία ή την υποδούλωσή μας, αλλά και θησαυρίσματα παναθρώπινης σημασίας και σπουδαιότητας: Αν θα επιβιώσει ζωντανή η γλώσσα (το βιωματικό φορτίο των λέξεων και η συντακτική ευγλωττία) του Ηράκλειτου, του Αριστοτέλη, του Μελωδού Ρωμανού, αν θα σωθεί ως μέτρο και στόχος της ανθρώπινης συνύπαρξης η αθηναϊκή δημοκρατία και η ελληνορωμαϊκή οικουμένη, αν η θάλασσα και το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, που κάποτε γέννησαν την κριτική σκέψη και την αποκαλυπτική Τέχνη, θα παραδοθούν ή όχι στον βιασμό και στην ασέλγεια του αλητοτουρισμού και της άντλησης πετρελαίων.
Αλλοίμονο, είναι αδύνατο να υπάρξει Δικαστήριο Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας για να δικάσει τους ελλαδίτες πρωθυπουργούς που απεμπόλησαν το Αιγαίο, επέβαλαν τη μονοτονική γραφή της γλώσσας, τον οικιστικό εκβαρβαρισμό της χώρας, παζαρεύουν για ψήφους τη Θράκη, έστησαν στη σκιά του Παρθενώνα τη νεοπλουτίστικη γυφτιά του κ. Τσουμί.
Και σκοτώνουν κάθε μέρα το τελευταίο απομεινάρι ελληνικότητας: τη γλώσσα.
Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010
FAKAZIS - Who has the authority to define journalism.
Constructing boundaries of journalism
….
Introduction
… The next day, Malcolm met Masson in the lobby of the Claremont hotel for the first of many conversations that she would have with him in San Francisco and New York, in person and over the phone, as she worked for the next year and a half on what would become a 45,000-word profile.
The profile, ‘Trouble in the Archives’ was published in two parts in the New Yorker in December of 1983. Before the issue containing the first part of the profile hit the news-stands, Malcolm sent a copy of her piece to Masson, fully expecting him to be delighted. … he was appalled – because Malcolm had ‘misquoted’ him in the piece. ‘I knew I didn’t say those things,’ he said in court. ‘I knew they were not the things I ever believed or said’ (Transcript, 11 October 1994, vol. 6, 928–9).
Masson contacted his lawyer, and thus began a libel suit that lasted nine years …
….
Boundary work
For nine years, Masson insisted that Malcolm had ‘made things up’ – and Malcolm just as vigorously insisted that she hadn’t.
For nine years, Malcolm’s methods of interviewing and writing were scrutinized. Professional journalists called as expert witnesses testified that she had followed standard journalistic practice; others testified that she hadn’t. Still others criticized Malcolm and her methods in the stories they wrote about the case. In the process, myriad representations of journalism emerged offering competing definitions of what journalism is and what journalists do.
These representations became a form of boundary work – a project of demarcating, defending, expanding and contesting the limits of legitimate journalism in order to consolidate and protect authority and the economic, political and personal benefits it confers (Gieryn, 1999).
The authority contested in this case was the authority to define journalism…
Thomas Gieryn’s work [is] on how representations of science are used to construct the ever-changing boundaries of that profession (Gieryn, 1995, 1999)… how the institutional norms of science produce the ‘certified knowledge’ on which scientific authority is based.
Gieryn argues that this focus on ‘upstream’ sites where science is produced (the laboratory, the field, the professional journals) has been fruitful, but now it is time to shift our focus ‘downstream’ for a more complete understanding of how science maintains its authority.
‘Downstream’ sites include boardrooms, courtrooms, newsrooms, legislative chambers and other arenas where public representations of science are generated and consumed.
Gieryn writes, ‘science as practiced in labs and journals [is] an incomplete cause of its power, prestige and influence . . . It is in the mediating representations of what science is or what scientists do that sociologists will find a robust explanation for the predominance of science these days in settling questions about the real’ (Gieryn, 1999: ix–x).
Taking Gieryn’s cue, I have focused my attention on ‘mediating representations of journalism’ produced ‘downstream’ from newsrooms where the work of journalism is produced.
……..
SOURCE: Janet Malcolm : Constructing boundaries of journalism , Elizabeth Fakazis, Journalism 2006 7: 5, DOI: 10.1177/1464884906059425
….
Introduction
… The next day, Malcolm met Masson in the lobby of the Claremont hotel for the first of many conversations that she would have with him in San Francisco and New York, in person and over the phone, as she worked for the next year and a half on what would become a 45,000-word profile.
The profile, ‘Trouble in the Archives’ was published in two parts in the New Yorker in December of 1983. Before the issue containing the first part of the profile hit the news-stands, Malcolm sent a copy of her piece to Masson, fully expecting him to be delighted. … he was appalled – because Malcolm had ‘misquoted’ him in the piece. ‘I knew I didn’t say those things,’ he said in court. ‘I knew they were not the things I ever believed or said’ (Transcript, 11 October 1994, vol. 6, 928–9).
Masson contacted his lawyer, and thus began a libel suit that lasted nine years …
….
Boundary work
For nine years, Masson insisted that Malcolm had ‘made things up’ – and Malcolm just as vigorously insisted that she hadn’t.
For nine years, Malcolm’s methods of interviewing and writing were scrutinized. Professional journalists called as expert witnesses testified that she had followed standard journalistic practice; others testified that she hadn’t. Still others criticized Malcolm and her methods in the stories they wrote about the case. In the process, myriad representations of journalism emerged offering competing definitions of what journalism is and what journalists do.
These representations became a form of boundary work – a project of demarcating, defending, expanding and contesting the limits of legitimate journalism in order to consolidate and protect authority and the economic, political and personal benefits it confers (Gieryn, 1999).
The authority contested in this case was the authority to define journalism…
Thomas Gieryn’s work [is] on how representations of science are used to construct the ever-changing boundaries of that profession (Gieryn, 1995, 1999)… how the institutional norms of science produce the ‘certified knowledge’ on which scientific authority is based.
Gieryn argues that this focus on ‘upstream’ sites where science is produced (the laboratory, the field, the professional journals) has been fruitful, but now it is time to shift our focus ‘downstream’ for a more complete understanding of how science maintains its authority.
‘Downstream’ sites include boardrooms, courtrooms, newsrooms, legislative chambers and other arenas where public representations of science are generated and consumed.
Gieryn writes, ‘science as practiced in labs and journals [is] an incomplete cause of its power, prestige and influence . . . It is in the mediating representations of what science is or what scientists do that sociologists will find a robust explanation for the predominance of science these days in settling questions about the real’ (Gieryn, 1999: ix–x).
Taking Gieryn’s cue, I have focused my attention on ‘mediating representations of journalism’ produced ‘downstream’ from newsrooms where the work of journalism is produced.
……..
SOURCE: Janet Malcolm : Constructing boundaries of journalism , Elizabeth Fakazis, Journalism 2006 7: 5, DOI: 10.1177/1464884906059425
ΨΥΧΟΓΙΟΣ - Γινόμαστε όλοι δημοσιογράφοι - ηλίθια αντίληψη!
Η δημοσιογραφία στην κάμαρα με τα μυστικά
Δημήτρης Ψυχογιός | Αθήνα - Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010
Δημήτρης Ψυχογιός | Αθήνα - Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=371428&ct=114&dt=05/12/2010
Αν δημοσιογραφία ήταν να καταγράφεται το ορατό και το σε όλους προσιτό απλώς και μόνο για να το μάθουν και άλλοι, τότε καθένας εφοδιασμένος με υπομονή και κινητό τηλέφωνο που βιντεοσκοπεί, ηχογραφεί, φωτογραφίζει θα ήταν ρεπόρτερ- αυτό άλλωστε είναι και το ιδανικό των οπαδών της «δημοσιογραφίας των πολιτών»: να γίνουμε όλοι δημοσιογράφοι, εξουδετερώνοντας τα μεντιακά μεγαθήρια που, κατά αυτούς, μονοπωλούν την ενημέρωση, διαστρεβλώνουν την αλήθεια, υπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα.
Ητοι, χάρη στα blogs και στα gadgets που μας προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, θα πραγματοποιηθεί διαλεκτική υπέρβαση από αυτές που τόσο αγαπά ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία: οι πολιτικές και οικονομικές δομές του καπιταλιστικού συστήματος καταλύονται μέσω της διάχυσής τους στην κοινωνία.
Γινόμαστε όλοι δημοσιογράφοι και έτσι καταργείται η δημοσιογραφία.
Πρόκειται για ηλίθια αντίληψη- οι δημοσιογράφοι κάνουν και την αναγκαία αγγαρεία της καταγραφής του προφανούς αλλά βασική τους επαγγελματική υποχρέωση είναι να το αιτιολογήσουν, μαθαίνοντας τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες: τι συγκρούσεις υπήρξαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, τι συζήτησαν οι αρχηγοί κρατών, τι μεταγραφή σχεδιάζει ο τάδε προπονητής, τι κρύβεται πίσω από τις κινήσεις κάποιου επιχειρηματία. Η επαγγελματική αξία του ρεπόρτερ είναι ανάλογη της σπουδαιότητας και της αξιοπιστίας των πηγών του, των ανθρώπων που του δίνουν πληροφορίες για όλα όσα δεν είναι δημόσια. Αλλά οι πηγές δεν είναι αθώες, δεν δίνουν πληροφορίες pro bono αλλά για να ωφεληθούν οι ίδιες (ή η ομάδα τους) και να βλάψουν τους ανταγωνιστές τους. Για τούτο και η επαγγελματική υποχρέωση της «διασταύρωσης των πληροφοριών», προκειμένου να μην εξαπατηθούν ο δημοσιογράφος και το μέσον για το οποίο δουλεύει.
....
Και αφού είναι τόσο ιδιοτελή τα συμφέροντα των πηγών, γιατί τα μέντια να δημοσιεύουν τις πληροφορίες τους;
Πρώτον, διότι και οι μεντιακοί οργανισμοί μετέχουν στους πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς ανταγωνισμούς που διατρέχουν την κοινωνία μας και επομένως μπορεί να είναι με το μέρος της πηγής.
Δεύτερον, γιατί γνωρίζουν ότι αν δεν δημοσιεύσουν την πληροφορία που τους φέρνει ο ρεπόρτερ τους, η πηγή θα τη δώσει σε άλλο μέσον.
Τρίτον, γιατί η δεοντολογία επιβάλλει διασταυρωμένη είδηση που θεωρείται σημαντική να μην αποκρύβεται. Αυτό που έχει δικαίωμα να επιλέξει είναι αν θα την κάνει βροντερό πρωτοσέλιδο ή θα την καταχωρίσει σε εσωτερικές σελίδες κάποια εφημερίδα, π.χ., την είδηση για τις παραβιάσεις.
Στην πραγματικότητα, οι κατηγορίες περί «βλάβης στα εθνικά συμφέροντα» και οι σχετικές διώξεις στις περιπτώσεις διαρροών σημαντικών εγγράφων δεν είναι παρά η άμυνα της πλευράς που θίγεται από τις αποκαλύψεις.
Αν δημοσιογραφία ήταν να καταγράφεται το ορατό και το σε όλους προσιτό απλώς και μόνο για να το μάθουν και άλλοι, τότε καθένας εφοδιασμένος με υπομονή και κινητό τηλέφωνο που βιντεοσκοπεί, ηχογραφεί, φωτογραφίζει θα ήταν ρεπόρτερ- αυτό άλλωστε είναι και το ιδανικό των οπαδών της «δημοσιογραφίας των πολιτών»: να γίνουμε όλοι δημοσιογράφοι, εξουδετερώνοντας τα μεντιακά μεγαθήρια που, κατά αυτούς, μονοπωλούν την ενημέρωση, διαστρεβλώνουν την αλήθεια, υπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα.
Ητοι, χάρη στα blogs και στα gadgets που μας προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, θα πραγματοποιηθεί διαλεκτική υπέρβαση από αυτές που τόσο αγαπά ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία: οι πολιτικές και οικονομικές δομές του καπιταλιστικού συστήματος καταλύονται μέσω της διάχυσής τους στην κοινωνία.
Γινόμαστε όλοι δημοσιογράφοι και έτσι καταργείται η δημοσιογραφία.
Πρόκειται για ηλίθια αντίληψη- οι δημοσιογράφοι κάνουν και την αναγκαία αγγαρεία της καταγραφής του προφανούς αλλά βασική τους επαγγελματική υποχρέωση είναι να το αιτιολογήσουν, μαθαίνοντας τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες: τι συγκρούσεις υπήρξαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, τι συζήτησαν οι αρχηγοί κρατών, τι μεταγραφή σχεδιάζει ο τάδε προπονητής, τι κρύβεται πίσω από τις κινήσεις κάποιου επιχειρηματία. Η επαγγελματική αξία του ρεπόρτερ είναι ανάλογη της σπουδαιότητας και της αξιοπιστίας των πηγών του, των ανθρώπων που του δίνουν πληροφορίες για όλα όσα δεν είναι δημόσια. Αλλά οι πηγές δεν είναι αθώες, δεν δίνουν πληροφορίες pro bono αλλά για να ωφεληθούν οι ίδιες (ή η ομάδα τους) και να βλάψουν τους ανταγωνιστές τους. Για τούτο και η επαγγελματική υποχρέωση της «διασταύρωσης των πληροφοριών», προκειμένου να μην εξαπατηθούν ο δημοσιογράφος και το μέσον για το οποίο δουλεύει.
....
Και αφού είναι τόσο ιδιοτελή τα συμφέροντα των πηγών, γιατί τα μέντια να δημοσιεύουν τις πληροφορίες τους;
Πρώτον, διότι και οι μεντιακοί οργανισμοί μετέχουν στους πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς ανταγωνισμούς που διατρέχουν την κοινωνία μας και επομένως μπορεί να είναι με το μέρος της πηγής.
Δεύτερον, γιατί γνωρίζουν ότι αν δεν δημοσιεύσουν την πληροφορία που τους φέρνει ο ρεπόρτερ τους, η πηγή θα τη δώσει σε άλλο μέσον.
Τρίτον, γιατί η δεοντολογία επιβάλλει διασταυρωμένη είδηση που θεωρείται σημαντική να μην αποκρύβεται. Αυτό που έχει δικαίωμα να επιλέξει είναι αν θα την κάνει βροντερό πρωτοσέλιδο ή θα την καταχωρίσει σε εσωτερικές σελίδες κάποια εφημερίδα, π.χ., την είδηση για τις παραβιάσεις.
Στην πραγματικότητα, οι κατηγορίες περί «βλάβης στα εθνικά συμφέροντα» και οι σχετικές διώξεις στις περιπτώσεις διαρροών σημαντικών εγγράφων δεν είναι παρά η άμυνα της πλευράς που θίγεται από τις αποκαλύψεις.
....
Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010
ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ - Δεν έγινε γνωστό παρά μόνο μέσα από τα blogs.
| ||
Δημοσιογραφικοί χουλιγκανισμοί ... Κάποιοι -που δεν γνωρίζουμε αν ήταν δημοσιογράφοι- πέταξαν καφέδες και νερά στον παριστάμενο πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ, κ. Πάνο Σόμπολο. ... πρέπει να σημειώσουμε ότι το συμβάν, ίσως λόγω απεργίας των δημοσιογράφων, δεν έγινε γνωστό παρά μόνο μέσα από τα blogs. Αυτό είναι κάτι που δεν προβλημάτισε τους απεργούς δημοσιογράφους, όπως δεν προβληματιστήκαμε ποτέ πώς η νέα τεχνολογική πραγματικότητα αλλάζει το τοπίο της ενημέρωσης. Η αγορά των Μέσων Ενημέρωσης θα μπει σε μια περίοδο βαθιάς αναδιάρθρωσης. Ηταν υπερβολικά εκτεταμένη και προ της κρίσης και αναγκαστικά θα ξεφουσκώσει. Το ερώτημα είναι οι όροι μετάβασης στη νέα κατάσταση. ......... η ελληνική αγορά δεν αντέχει 25 εφημερίδες, ούτε δέκα κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας ούτε αμέτρητα ραδιόφωνα. Η αναδιάρθρωση αυτής της αγοράς ήταν κοινό μυστικό, μόνο που το ξορκίζαμε και δεν το συζητούσε κανείς. Το αποτέλεσμα είναι να μην προετοιμαστούμε για τα μελλούμενα (κι εδώ η ηγεσία και της ΕΣΗΕΑ έχει τεράστιες ευθύνες) ώστε τώρα να δημιουργούνται εντάσεις που όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά μας εκθέτουν. |
Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010
ΚΟΨΙΝΗ - Ο ανθός της μελλοντικής δημοσιογραφίας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - Hμερομηνία δημοσίευσης: 30-11-10
Εχω sms από τον υπουργό
Tης Χριστινας Κοψινη
Είναι στέλεχος στη δημόσια ραδιοτηλεόραση και πρέπει να επιλέξει ένα βιογραφικό, για να καλύψει μια οκτάμηνη σύμβαση. Συνειδητοποιεί ότι έχει στα χέρια της τον ανθό της μελλοντικής δημοσιογραφίας. Ξεφυλλίζει βιογραφικά και μελαγχολεί.
Πολυσέλιδα. Με μεταπτυχιακά σε ΗΠΑ και Αγγλία. Λιγότεροι από Παρίσι και Γερμανία. Αλλά και απόφοιτοι των ΜΜΕ του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Στα 18.809 μόρια ήταν η βάση για τους φετινούς εισακτέους. Κι όλοι πολύγλωσσοι. Αυτή είναι η προσφορά των νέων υποψηφίων στην αγορά της δημοσιογραφίας σήμερα.
Πολυσέλιδα. Με μεταπτυχιακά σε ΗΠΑ και Αγγλία. Λιγότεροι από Παρίσι και Γερμανία. Αλλά και απόφοιτοι των ΜΜΕ του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Στα 18.809 μόρια ήταν η βάση για τους φετινούς εισακτέους. Κι όλοι πολύγλωσσοι. Αυτή είναι η προσφορά των νέων υποψηφίων στην αγορά της δημοσιογραφίας σήμερα.
«Γράφει ωραία» επέμενε τις προάλλες μια φίλη που έψαχνε τρόπο για το επαγγελματικό ξεκίνημα του βλαστού της, μετά την επιστροφή του από πανεπιστήμιο της Ρώμης, όπου η οικογένεια επένδυε επί χρόνια σε όλο το πακέτο: προπτυχιακά, μεταπτυχιακά, διδακτορικό.
Ο σημερινός 30άρης, που καμαρώναμε, πολύγλωσσο παιδάκι στα παιχνίδια της ετυμολογίας, να επιμένει πώς το ελληνικό «μέσο» ή messo στην Ιταλική, προέρχεται από το ρήμα mettere που σημαίνει τοποθετώ.
Πού να το φανταζόταν πως αυτή φιλομάθεια και η έμφυτη περιέργεια που είχε θα ήταν χρόνια μετά στα αζήτητα της δημοσιογραφικής αγοράς. Μιας αγοράς που αποδείχτηκε άλλη μια φούσκα, όπως εκείνη του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ο σημερινός 30άρης, που καμαρώναμε, πολύγλωσσο παιδάκι στα παιχνίδια της ετυμολογίας, να επιμένει πώς το ελληνικό «μέσο» ή messo στην Ιταλική, προέρχεται από το ρήμα mettere που σημαίνει τοποθετώ.
Πού να το φανταζόταν πως αυτή φιλομάθεια και η έμφυτη περιέργεια που είχε θα ήταν χρόνια μετά στα αζήτητα της δημοσιογραφικής αγοράς. Μιας αγοράς που αποδείχτηκε άλλη μια φούσκα, όπως εκείνη του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Τις τελευταίες ημέρες, η ελληνική δημοσιογραφία μετράει «πτώματα» Η «Απογευματινή» έκλεισε. Το καθημερινό «Βήμα» αποχαιρέτησε. Παντού γίνονται περικοπές μισθών, επιμισθίων και προσωπικού. Τα περισσότερα βδομαδιάτικα φύλλα με δυσκολία στέκονται, ενώ εμφανές είναι και το αδιέξοδο σε μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς. Ο χώρος συρρικνώνεται και μαζί με αυτόν η απασχόληση, τα έσοδα για μελλοντικές συντάξεις, αλλά και οι ελπίδες για τις οικογένειες που επένδυσαν στις σπουδές των παιδιών τους.
Πώς βάζεις τα βιογραφικά στα συρτάρια όταν για χρόνια η κοινωνία ζούσε με την εντύπωση ότι τα μίντια θα αναπτύσσονται εσαεί και προς όλες τις κατευθύνσεις; Σαν ένα σύμπαν που μόνο... διαστέλλεται. Πώς μπορείς να πείσεις ότι το παιχνίδι των ΜΜΕ με την εξουσία τέλειωσε, όταν ακόμη και χθες σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων ο δημοσιογράφος διάβαζε on air μήνυμα που μόλις είχε λάβει (όπως ισχυρίστηκε) από τον υπουργό Οικονομικών, σχετικά με την παράταση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου και μάλιστα, εν μέσω συνεδρίασης Eurogroup. Μια εικόνα με σπουδαία σημειολογική βαρύτητα, που φωνάζει τη συνενοχή, αυτό το «όλοι μαζί κυβερνάμε γιατί ξέρουμε πώς να απαξιώνουμε την εργασία». Γιατί η αξία της εργασίας στο επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν αποτιμάται ούτε με την επένδυση σε σπουδές που έχει ενσωματώσει μέσα της, ούτε με το βάθος της δημιουργικότητας που μπορεί να κρύβει κάθε ένας, αλλά με αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει ο τηλεφωνητής, υπενθυμίζοντας τη σημασία που έχει για την επαγγελματική σου πορεία: να είσαι αυτός που θα νιώσει την ανάγκη να σου στείλει μήνυμα ο υπουργός... οn air.
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010
WATZLAWICK - Five.basic.axioms.in.theory.on.communication
Watzlawick defines five (5) basic axioms in his theory on communication that are necessary to have a functioning communication between two individuals. If one of these axioms is somehow disturbed, communication might fail. All of these axioms are derived from the work of Gregory Bateson, much of which is collected in Steps to an Ecology of Mind (1972).
- One Cannot Not Communicate (Man kann nicht nicht kommunizieren): Every behaviour is a kind of communication. Because behaviour does not have a counterpart (there is no anti-behaviour), it is not possible not to communicate.
- Every communication has a content and relationship aspect such that the latter classifies the former and is therefore a metacommunication: This means that all communication includes, apart from the plain meaning of words, more information - information on how the talker wants to be understood and how he himself sees his relation to the receiver of information.
- The nature of a relationship is dependent on the punctuation of the partners communication procedures: Both the talker and the receiver of information structure the communication flow differently and therefore interpret their own behaviour during communicating as merely a reaction on the other's behaviour (i.e. every partner thinks the other one is the cause of a specific behaviour). Human communication cannot be desolved into plain causation and reaction strings, communication rather appears to be cyclic.
- Human communication involves both digital and analog modalities: Communication does not involve the merely spoken words (digital communication), but non-verbal and analog-verbal communication as well.
- Inter-human communication procedures are either symmetric or complementary, depending on whether the relationship of the partners is based on differences or parity.
Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010
HARRIS - Science can answer moral questions - in principle
1. Are there right and wrong answers to moral questions?
Morality must relate, at some level, to the well-being of conscious creatures. If there are more and less effective ways for us to seek happiness and to avoid misery in this world -- and there clearly are -- then there are right and wrong answers to questions of morality.
2. Are you saying that science can answer such questions?
Yes, in principle. Human well-being is not a random phenomenon. It depends on many factors -- ranging from genetics and neurobiology to sociology and economics. But, clearly, there are scientific truths to be known about how we can flourish in this world. Wherever we can have an impact on the well-being of others, questions of morality apply.
3. But can't moral claims be in conflict? Aren't there many situations in which one person's happiness means another's suffering?
There are some circumstances like this, and we call these contests "zero-sum." Generally speaking, however, the most important moral occasions are not like this. If we could eliminate war, nuclear proliferation, malaria, chronic hunger, child abuse, etc. -- these changes would be good, on balance, for everyone. There are surely neurobiological, psychological, and sociological reasons why this is so -- which is to say that science could potentially tell us exactly why a phenomenon like child abuse diminishes human well-being.
But we don't have to wait for science to do this. We already have very good reasons to believe that mistreating children is bad for everyone. I think it is important for us to admit that this is not a claim about our personal preferences, or merely something our culture has conditioned us to believe. It is a claim about the architecture of our minds and the social architecture of our world. Moral truths of this kind must find their place in any scientific understanding of human experience.
4. What if some people simply have different notions about what is truly important in life? How could science tell us that the actions of the Taliban are in fact immoral, when the Taliban think they are behaving morally?
As I discuss in my book, there may be different ways for people to thrive, but there are clearly many more ways for them not to thrive. The Taliban are a perfect example of a group of people who are struggling to build a society that is obviously less good than many of the other societies on offer. Afghan women have a 12% literacy rate and a life expectancy of 44 years. Afghanistan has nearly the highest maternal and infant mortality rates in the world. It also has one of the highest birthrates. Consequently, it is one of the best places on earth to watch women and infants die. And Afghanistan's GDP is currently lower than the world's average was in the year 1820. It is safe to say that the optimal response to this dire situation -- that is to say, the most moral response -- is not to throw battery acid in the faces of little girls for the crime of learning to read. This may seem like common sense to us -- and it is -- but I am saying that it is also, at bottom, a claim about biology, psychology, sociology, and economics. It is not, therefore, unscientific to say that the Taliban are wrong about morality. In fact, we must say this, the moment we admit that we know anything at all about human well-being.
5. But what if the Taliban simply have different goals in life?
Well, the short answer is -- they don't. They are clearly seeking happiness in this life, and, more importantly, they imagine that they are securing it in a life to come. They believe that they will enjoy an eternity of happiness after death by following the strictest interpretation of Islamic law here on earth. This is also a claim about which science should have an opinion -- as it is almost certainly untrue. There is no question, however, that the Taliban are seeking well-being, in some sense -- they just have some very strange beliefs about how to attain it.
In my book, I try to spell out why moral disagreements do not put the concept of moral truth in jeopardy. In the moral sphere, as in all others, some people don't know what they are missing. In fact, I suspect that most of us don't know what we are missing: It must be possible to change human experience in ways that would uncover levels of human flourishing that most of us cannot imagine. In every area of genuine discovery, there are horizons past which we cannot see.
6. What do you mean when you talk about a "moral landscape"?
This is the phrase I use to describe the space of all possible experience -- where the peaks correspond to the heights of well-being and valleys represent the worst possible suffering. We are all someplace on this landscape, faced with the prospect of moving up or down. Given that our experience is fully constrained by the laws of the universe, there must be scientific answers to the question of how best to move upwards, toward greater happiness.
This is not to say that there is only one right way for human beings to live. There might be many peaks on this landscape -- but there are clearly many ways not to be on a peak.
7. How could science guide us on the moral landscape?
In so far as we can understand human well-being, we will understand the conditions that best secure it. Some are obvious, of course. Positive social emotions like compassion and empathy are generally good for us, and we want to encourage them. But do we know how to most reliably raise children to care about the suffering of other people? I'm not sure we do. Are there genes that make certain people more compassionate than others? What social systems and institutions could maximize our sense of connectedness to the rest of humanity? These questions have answers, and only a science of morality could deliver them.
8. Why is it taboo for a scientist to attempt to answer moral questions?
I think there are two primary reasons why scientists hesitate to do this. The first, and most defensible, is borne of their appreciation for how difficult it is to understand complex systems. Our investigation of the human mind is in its infancy, even after nearly two centuries of studying the brain. So scientists fear that answers to specific questions about human well-being may be very difficult to come by, and confidence on many points is surely premature. This is true. But, as I argue in my book, mistaking no answers in practice for no answers in principle is a huge mistake.
The second reason is that many scientists have been misled by a combination of bad philosophy and political correctness. This leads them to feel that the only intellectually defensible position to take when in the presence of moral disagreement is to consider all opinions equally valid or equally nonsensical. On one level, this is an understandable and even noble over-correction for our history of racism, ethnocentrism, and imperialism. But it is an over-correction nonetheless. As I try to show in my book, it is not a sign of intolerance for us to notice that some cultures and sub-cultures do a terrible job of producing human lives worth living.
9. What is the difference between there being no answers in practice and no answers in principle, and why is this distinction important in understanding the relationship between human knowledge and human values?
There are an infinite number of questions that we will never answer, but which clearly have answers. How many fish are there in the world's oceans at this moment? We will never know. And yet, we know that this question, along with an infinite number of questions like it, have correct answers. We simply can't get access to the data in any practical way.
There are many questions about human subjectivity -- and about the experience of conscious creatures generally -- that have this same structure. Which causes more human suffering, stealing or lying? Questions like this are not at all meaningless, in that they must have answers, but it could be hopeless to try to answer them with any precision. Still, once we admit that any discussion of human values must relate to a larger reality in which actual answers exist, we can then reject many answers as obviously wrong. If, in response to the question about the world's fish, someone were to say, "There are exactly a thousand fish in the sea." We know that this person is not worth listening to. And many people who have strong opinions on moral questions have no more credibility than this. Anyone who thinks that gay marriage is the greatest problem of the 21st century, or that women should be forced to live in burqas, is not worth listening to on the subject of morality.
10. What do you think the role of religion is in determining human morality?
I think it is generally an unhelpful one. Religious ideas about good and evil tend to focus on how to achieve well-being in the next life, and this makes them terrible guides to securing it in this one. Of course, there are a few gems to be found in every religious tradition, but insofar as these precepts are wise and useful they are not, in principle, religious. You do not need to believe that the Bible was dictated by the Creator of the Universe, or that Jesus Christ was his son, to see the wisdom and utility of following the Golden Rule.
The problem with religious morality is that it often causes people to care about the wrong things, leading them to make choices that needlessly perpetuate human suffering. Consider the Catholic Church: This is an institution that excommunicates women who want to become priests, but it does not excommunicate male priests who rape children. The Church is more concerned about stopping contraception than stopping genocide. It is more worried about gay marriage than about nuclear proliferation. When we realize that morality relates to questions of human and animal well-being, we can see that the Catholic Church is as confused about morality as it is about cosmology. It is not offering an alternative moral framework; it is offering a false one.
11. So people don't need religion to live an ethical life?
No. And a glance at the lives of most atheists, and at the most atheistic societies on earth -- Denmark, Sweden, etc. -- proves that this is so. Even the faithful can't really get their deepest moral principles from religion -- because books like the Bible and the Qur'an are full of barbaric injunctions that all decent and sane people must now reinterpret or ignore. How is it that most Jews, Christians, and Muslims are opposed to slavery? You don't get this moral insight from scripture, because the God of Abraham expects us to keep slaves. Consequently, even religious fundamentalists draw many of their moral positions from a wider conversation about human values that is not, in principle, religious. We are the guarantors of the wisdom we find in scripture, such as it is. And we are the ones who must ignore God when he tells us to kill people for working on the Sabbath.
12. How will admitting that there are right and wrong answers to issues of human and animal flourishing transform the way we think and talk about morality?
What I've tried to do in my book is give a framework in which we can think about human values in universal terms. Currently, the most important questions in human life -- questions about what constitutes a good life, which wars we should fight or not fight, which diseases should be cured first, etc. -- are thought to lie outside the purview of science, in principle. Therefore, we have divorced the most important questions in human life from the context in which our most rigorous and intellectually honest thinking gets done.
Moral truth entirely depends on actual and potential changes in the well-being of conscious creatures. As such, there are things to be discovered about it through careful observation and honest reasoning. It seems to me that the only way we are going to build a global civilization based on shared values -- allowing us to converge on the same political, economic, and environmental goals -- is to admit that questions about right and wrong and good and evil have answers, in the same way the questions about human health do.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)